- ριπίδιο
- το / ῥιπίδιον, ΝΜΑ [ῥιπίς, -ίδος]βεντάλια από ψαθί, ύφασμα, χαρτί ή φτερά πουλιών για δροσισμό τού προσώπουνεοελλ.1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας2. ναυτ. στον πληθ. τα ριπίδιαοι πρώτοι νομείς προς την πλώρη ξύλινου πλοίου, που μαζί με τους παραστάτες αποτελούν την κυρίως λεγόμενη πλώρη3. φρ. α) «αλλουβιακό ριπίδιο»(γεωμορφ.) ιζηματογενής σχηματισμός που δημιουργείται στο στόμιο φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το φορτίο τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε σχήμα ριπιδίουβ) «βραχώδες ριπίδιο»(γεωμορφ.) ριπιδοειδούς σχήματος επιφάνεια τού υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρουςγ) «υποθαλάσσιο ριπίδιο»γεωλ. συσσώρευση χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών || (μσν.-αρχ.)1. λειτουργικό σκεύος τών πρώτων χριστιανικών χρόνων, το οποίο μετακινούσαν πάνω από τα Τίμια Δώρα οι διάκονοι για την εκδίωξη εντόμων2. μετάλλινα τυποποιημένα ομοιώματα τών σεραφείμ, εξαπτέρυγα.
Dictionary of Greek. 2013.